Όνειρο και επιθυμία
Στην Ερμηνεία των Ονείρων ο Freud[1], μετά την ανάλυση ενός δικού του ονείρου (σχετικά με την Ίρμα) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το όνειρο έχει ως στόχο την εκπλήρωση μίας ευχής (Wunscherfüllung). Ο γερμανικός όρος wunch μεταφράζεται στα αγγλικά, κατά Strachey[2], ως ευχή (wish), ενώ σε γαλλικές μεταφράσεις επικρατεί ο όρος επιθυμία (désir). Το πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας δεν μελετά τις διαφορές των παραπάνω όρων αν και σίγουρα χρειάζεται να αναφερθεί η μεγάλη σημασία νοήματος, απόδοσης και μετάφρασης όρων που κατέχουν κεντρικό ρόλο για την κατανόηση της ψυχικής οργάνωσης. Ο Freud συνδέει, επίσης, την επιθυμία με την έννοια της φαντασίωσης και αναφέρει πως είναι ασυνείδητη και συνδεδεμένη με παιδικά σήματα[3]. Έτσι, καταλήγει στο ότι η ερμηνεία του ονείρου συνίσταται στην ανεύρεση της απωθηµένης ευχής και το ίδιο το όνειρο αποτελεί τη μεταμφιεσμένη εκπλήρωσή της.
Για να μιλήσουμε για επιθυμία ίσως χρειάζεται να κάνουμε ένα σύντομο πέρασμα από τη φροϋδική θεωρία σχετικά με μια πολύ βασική, ρυθμιστική έννοια για την κατανόηση των ψυχονοητικών λειτουργιών, που δεν είναι άλλη από την έννοια της αρχής της ηδονής/ευχαρίστησης, χωρίς να ταυτίζονται ή να συγχέονται οι όροι επιθυμία και ηδονή. Σε ένα πρώτο επίπεδο, πρώτος ο Fechner[4] αναφέρθηκε σε μια «αρχή της ηδονής της δράσης», την οποία και συσχέτιζε με το γεγονός ότι οι πράξεις του υποκειμένου καθορίζονται από την ηδονή και το αντίθετό της, την δυσαρέσκεια. Σύμφωνα με τον Freud, η αρχή της ηδονής αποτελεί οικονομική αρχή, στο βαθμό που η δυσαρέσκεια συνδέεται με την αύξηση των ποσοτήτων διέγερσης και η ηδονή με τη μείωσή τους[5]. Μαζί με την αρχή της πραγματικότητας, με την οποία έρχεται σε αντιπαράθεση, αποτελούν τις δύο αρχές της ψυχικής λειτουργίας. Αρχικά, οι ενορμήσεις αναζητούν την εκτόνωση και την ικανοποίησή τους με τον πιο σύντομο τρόπο. Σταδιακά εμφανίζεται η πραγματικότητα, η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να οδηγήσει προς την ικανοποίηση. Το ψυχικό όργανο ρυθμίζεται μέσω της μείωσης ή αποφυγής της έντασης που οδηγεί στη δυσαρέσκεια. Παρόλα αυτά, όπως υποστήριξε ο Freud στο Πέρα από την αρχή της ηδονής[6], η ένταση δεν οδηγεί πάντα στη δυσαρέσκεια, αφού και η ευχαρίστηση δημιουργεί ένα ποσό ψυχικής έντασης.
Σύμφωνα με την φροϋδική αντίληψη, η έννοια της επιθυμίας, και πιο συγκεκριμένα της ασυνείδητης επιθυμίας, γίνεται προσπάθεια να ικανοποιηθεί μέσω της αποκατάστασης ορισμένων σημάτων, παιδικών θα λέγαμε, τα οποία συνδέονται με πρώιμες εμπειρίες ικανοποίησης[7]. Η έννοια της ανάγκης σχετίζεται με τον όρο ενόρμηση (instinct), που χρησιμοποίησε ο Freud, με μια πιο βιολογική άποψη, στον αντίποδα της οποίας βρίσκονται οι ενορμήσεις, που αποτελούν μια δυναμική διαδικασία και δημιουργούνται βάσει μιας
![]() |
Klimt G. "Το φιλί" |
εσωτερικής ψυχικής διέγερσης/έντασης. Η
ενόρμηση, σύμφωνα με τον Freud, έχει ως σκοπό
την μείωση και κατάργηση, σε δεύτερο χρόνο, της έντασης που πρωταγωνιστεί στην
ενορμητική πηγή, στο υποκείμενο. Ο παραπάνω σκοπός μπορεί να επιτευχθεί μέσω
του αντικειμένου ή μέσα στο αντικείμενο. Η ενόρμηση εμφανίζεται στην θεωρία και
περιγραφή της ανθρώπινης σεξουαλικότητας από τον Freud[8]. Μέσα από την μελέτη της διαστροφής και της
παιδικής σεξουαλικότητας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το αντικείμενο είναι
μεταβλητό και έτσι το υποκείμενο δεν το επιλέγει με την τελική του μορφή, αλλά
σύμφωνα με της δικές του ιστορικές διακυμάνσεις. Η ενόρμηση, αρχικά,
εκδηλώνεται όταν το παιδί βρίσκεται σε μια κατάσταση ανάγκης, η οποία ζητά
ικανοποίηση σε βιολογικό επίπεδο. Όταν η ικανοποίηση αυτή εκπληρώνεται δεν
έχουν ακόμη δημιουργηθεί ψυχικές αναπαραστάσεις και σκοπός παραμένει η αυτή
καθαυτή εκπλήρωση της οργανικής ανάγκης, όπως είναι για παράδειγμα η πείνα. Με
την ικανοποίηση της ανάγκης επέρχεται και η μείωση της έντασης, που έχει
προκληθεί στο παιδί. Στο συγκεκριμένο σημείο ο Freud εισάγει
την έννοια του μνημονικού ίχνους που αφήνει η εκπλήρωση της ικανοποίησης της
πρωταρχικής, βιολογικής ανάγκης (ειδική δράση) από το κατάλληλο αντικείμενο.
Τότε είναι που ξεκινά να δημιουργείται μια σύνδεση με το αντικείμενο που έδωσε
την ικανοποίηση και η κάθε επόμενη επανεμφάνιση της ανάγκης/έντασης, θα κινητοποιήσει
το μνημονικό ίχνος και, παράλληλα, την εικόνα του αντικειμένου/φροντιστή που
έδωσε την ικανοποίηση. Η αρχική σύγχυση που θα υπάρξει για το υποκείμενο θα
φέρει τον δείκτη της πραγματικότητας, μέσα από την διαφορά μεταξύ
αναπαριστούμενου αντικειμένου και πραγματικού αντικειμένου ικανοποίησης, με
έμφαση στην επένδυση της μνημονικής εικόνας. Σε ένα πρώτο επίπεδο, το παιδί
οδηγείται σε μια ίσως καταναγκαστική αποδοχή της
ικανοποίησης μέσω της επαναλαμβανόμενης εκπλήρωσης των αναγκών του, η
οποία σταδιακά καταλήγει στην δημιουργία διάκρισης του μνημονικού ίχνους από
την πραγματική εικόνα του αντικειμένου. Έτσι, το παιδί θα καταλήξει να αναζητά
το αντικείμενο με σκοπό να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Στο σημείο αυτό και
σύμφωνα με τον Freud γεννιέται η επιθυμία. Εφόσον
η ανάγκη του παιδιού αναπαρίσταται χάρη στη μνημονική εικόνα, επαναφέρει την
κατάσταση της πρώτης ικανοποίησης. Η επιθυμία είναι ακριβώς αυτή η κίνηση για
επαναφορά της πρώτης ικανοποίησης.
Ο Lacan ασχολήθηκε εις βάθος με τις έννοιες ανάγκη, αίτημα
και επιθυμία και κατέληξε σε έναν σαφή διαχωρισμό τους το 1958[9]. Σύμφωνα
με την δική του σκέψη, ως ανάγκη νοείται το βιολογικό ένστικτο, όπου αρχικά
εμφανίζεται με την έκφραση της ανάγκης φωνητικά. Εισάγει με αυτό τον τρόπο τον
λόγο και τη σημασία του στην άρθρωση και έκφραση μιας ανάγκης μέσω ενός
αιτήματος, το οποίο ονομάζει αίτημα για αγάπη. Αναφέρει χαρακτηριστικά «μόνο
όταν διατυπώνεται, όταν ονοματίζεται παρουσία του άλλου, η επιθυμία αυτή,
οποιαδήποτε κι αν είναι, αναγνωρίζεται με την πλήρη σημασία του όρου»[10]. Στο
συγκεκριμένο σημείο μπορούμε να διακρίνουμε και την σημασία του άλλου, του
κατάλληλου αντικειμένου αρχικά, που αναφέραμε και παραπάνω, για την ύπαρξη και
έκφραση της επιθυμίας. Σύμφωνα και με τον φιλόσοφο Hegel, προτεραιότητα δεν έχει τόσο η ίδια η ικανοποίηση
της επιθυμίας, αλλά η αναγνώριση του πράττοντα[11]. Κατά
τον Lacan, όταν εκφράζεται με το λόγο μια ανάγκη, ενέχει την
επιθυμία, η οποία είναι παρούσα αλλά όχι ολοκληρωτικά αληθινή, καθώς ο λόγος
δημιουργεί πάντα ένα υπόλοιπο, μια περίσσεια. Καταλήγει, λοιπόν, στο ότι «η
επιθυμία δεν είναι ούτε η όρεξη για ικανοποίηση, ούτε το αίτημα για αγάπη αλλά
η διαφορά που προκύπτει αν αφαιρέσουμε την πρώτη από το δεύτερο»[12].
Για να μιλήσουμε
για την επιθυμία του άλλου, χρειάζεται πρώτα να ορίσουμε τον άλλον. Ως άλλος
νοείται το αντικείμενο. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική σκοπιά της έννοιας και σε
σχέση με την ενόρμηση, αντικείμενο «είναι αυτό με το οποίο ή μέσω του οποίου η
ενόρμηση επιδιώκει την επιτυχία του σκοπού της, δηλαδή ένα συγκεκριμένο τύπο
ικανοποίησης»[13]. Υπάρχουν διάφοροι τύποι
αντικειμένων και, πιο συγκεκριμένα, τα άτομα, τα μερικά αντικείμενα, τα
πραγματικά ή φαντασιωσικά αντικείμενα[14].
Βασικό σημείο αποτελεί η αναγνώριση του
άλλου, του αντικειμένου, με τον τρόπο της σύνδεσης μέσω της επανάληψης της
ειδικής πράξης, που αναφέραμε παραπάνω, και η συμβολική αναγωγή αυτού. Χρειάζεται
να αναγνωριστεί η επιθυμία ως τέτοια και να μην ερμηνευτεί ως ανάγκη, καθώς
αυτή η εξέλιξη θα οδηγούσε στην πρόκληση περαιτέρω έντασης και ψυχικής
σύγκρουσης. Ας μην ξεχνάμε πως χρειάζεται να ακουστεί η επιθυμία, να γίνει λόγια.
Η διαδικασία διαφοροποίησης από το μητρικό σώμα ολοκληρώνεται με το νόμο του πατέρα, όπου εισάγεται η απαγόρευση τόσο της αιμομιξίας όσο και της πατροκτονίας. Χρειάζεται τότε η αποδοχή της υπόθεσης ότι το Εγώ είναι εξαρχής άλλο και γεννιέται μέσα από τη συνάντηση με το τρίτο πρόσωπο του Freud ή τον μεγάλο Άλλο του Lacan. Ωστόσο, πάντα υπάρχει ένα υπόλοιπο από την προηγούμενη κατάσταση, αυτή της ενότητας με την μητέρα που μετουσιώνεται σε συμβολική κατάσταση. Με τον συμβολικό, λοιπόν, χαρακτήρα της ακεραιότητας που είχαμε αλλά χάσαμε καθίσταται η ολότητα αδύνατη και απαγορευμένη. Ξεκινά, έτσι, μια συνεχής προσπάθεια ικανοποίησης της επιθυμίας για επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, η οποία βρίσκει εμπόδιο με τις οιδιπόδειες απαγορεύσεις. Επομένως, ο στόχος της επιθυμίας αναστέλλεται αφού η επανένωση με την μητέρα είναι αδύνατη και, ταυτόχρονα, απαγορευμένη. Καταλήγουμε, τότε, στη χρήση της φαντασίωσης και τη δημιουργία κατασκευών που κάθε φορά μετακινούνται και οδηγούν στη ματαίωση.
Σκέψεις αντί συμπερασμάτων
Σκοπός της αναλυτικής
διαδικασίας είναι να οδηγήσει τον αναλυόμενο στην αναγνώριση της αλήθειας γύρω
από την επιθυμία του. Ο αναλυόμενος με την εμπλοκή του στην αναλυτική
διαδικασία μοιάζει να έχει εξαρχής και συμβολικά αναγνωρίσει τόσο την ανάγκη
του, όσο και την επιθυμία του. Ο αναλυτής με την χρήση και υποστήριξη των
τεχνικών της ψυχανάλυσης ως μέθοδος προσφέρει τον πραγματικό και συμβολικό χώρο
όπου η επιθυμία του αναλυόμενου αποκτά νόημα. Ο ψυχαναλυτικός χώρος και χρόνος,
το ψυχαναλυτικό setting αποτελεί το τρίτο
πρόσωπο στην τάξη του συμβολικού. Δίνει ίσως την δυνατότητα, τόσο στον αναλυτή
όσο και στον αναλυόμενο για μια ψυχική συνάντηση στο σταυροδρόμι της ιστορίας
που φέρνει ο δεύτερος κατά την αναλυτική διαδικασία. Με τα όνειρα, τις σκέψεις,
τα συμπτώματα και όσα συνειδητά ή ασυνείδητα εκφράζει, ο αναλυόμενος κάνει μια
προσπάθεια συμβολικής αναγνώρισης της ίδιας του της επιθυμίας, προσπάθεια να
βρει ό,τι έχασε, αλλά ακόμη επιθυμεί.
[1]
1900
[2]
Freud, S., & Strachey, J. E. (1964). The
standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud. Vintage Publishing
[3]
Laplanche, J., & Pontalis, J.B. (1986). Λεξιλόγιο της
Ψυχανάλυσης.
Εκδόσεις Κέδρος:
Αθήνα.
[4] Fechner, G. T. (1848). Ueber das Lustprincip des Handelns. Zeitschrift für Philosophie und
philosophische Kritik, 19, 1-30.
[5] Laplanche, J., & Pontalis, J.B. (1986). Λεξιλόγιο
της Ψυχανάλυσης.
Εκδόσεις Κέδρος: Αθήνα.
[6]
Freud, 1920
[7] Laplanche, J., & Pontalis, J.B. (1986). Λεξιλόγιο
της Ψυχανάλυσης.
Εκδόσεις Κέδρος: Αθήνα.
[8] Freud, 1905
[9] Lacan, J. (1958). Le
séminaire: Livre VI, Le désir et son interprétation. Non Publié.
[10] (Σ1,183)
[11]
Kojève, A. (1980). Introduction to the
Reading of Hegel. Cornell University Press.
[12] Ε, 287
[13] Laplanche, J., & Pontalis, J.B. (1986). Λεξιλόγιο
της Ψυχανάλυσης.
Εκδόσεις Κέδρος: Αθήνα.
[14] Laplanche, J., & Pontalis, J.B. (1986). Λεξιλόγιο
της Ψυχανάλυσης.
Εκδόσεις Κέδρος: Αθήνα.
Βιβλιογραφία
Fechner, G. T. (1848). Ueber das Lustprincip des Handelns. Zeitschrift für Philosophie und
philosophische Kritik, 19, 1-30.
Freud, S., & Strachey, J. E. (1964). The standard edition of the complete psychological works of Sigmund
Freud. Vintage Publishing
Kojève, A. (1980). Introduction to
the Reading of Hegel. Cornell University Press.
Lacan, J. (1958). Le séminaire: Livre
VI, Le désir et son interprétation. Non Publié.
Laplanche, J., & Pontalis, J.B. (1986). Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης. Εκδόσεις Κέδρος: Αθήνα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου