“Τα συναισθήματα της αγάπης και της ευγνωμοσύνης
προκύπτουν άμεσα και αυθόρμητα στο μωρό ως απόκριση στην αγάπη και τη φροντίδα της
μητέρας του.”
-Melanie Klein
Η Melanie Klein, γεννημένη στις 30 Μαρτίου του 1882 στη Βιέννη από εβραίο πατέρα πολωνικής καταγωγής και εβραία μητέρα σλοβακικής καταγωγής, ήταν ψυχαναλύτρια δεύτερης γενιάς. Η Melanie Klein ήταν το τέταρτο παιδί του ζευγαριού. Δημιούργησε ένα πολύ σημαντικό ρεύμα με βάση και σε συνέχεια της φροϋδικής θεωρίας και βοήθησε ενεργά στην ανάπτυξη της αγγλικής ψυχαναλυτικής σχολής. Ασχολήθηκε με την ψυχανάλυση παιδιών και διαμόρφωσε μια νέα τεχνική θεραπείας και διδακτικής ανάλυσης.
Η
παιδική και νεανική της ηλικία σημαδεύτηκε από σειρά πενθών, γεγονός που
φαίνεται να επηρέασε το έργο της. Όταν ήταν τεσσάρων ετών, η αδερφή της Σοφία
πεθαίνει από φυματίωση, στα οχτώ της χρόνια. Στα δεκαοχτώ της χάνει τον πατέρα της
μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Στα είκοσί της χρόνια πεθαίνει ο αδερφός της Εμάνιουελ
από την αρρώστια, τα ναρκωτικά και την κατάθλιψη, με τον οποίο είχαν μια πολύ
στενή σχέση επιρροής.
Η
ίδια φιλοδοξούσε να γίνει ψυχίατρος. Παρόλα αυτά, διέκοψε τις σπουδές της στην
ιατρική, ίσως λόγω οικονομικών δυσκολιών, και σύντομα (1903) παντρεύτηκε με τον
Άρθουρ Κλάιν, μηχανικό με δύσκολο χαρακτήρα από τον οποίο χώρισε το 1922. Το 1910
εγκαταστάθηκαν στην Βουδαπέστη και το 1914 πεθαίνει η μητέρα της. Εκείνη την
χρονιά φέρνει στη ζωή το τρίτο της παιδί, Έριχ Κλάιν, τον οποίο και ξεκίνησε να
ψυχαναλύει, όπως και τα δύο προηγούμενα παιδιά της, Χανς και Μελίτα. Το 1914
διαβάζει ένα κείμενο του Sigmund
Freud με τίτλο Περί
Ονείρων και ξεκινάει ανάλυση με τον Sandor Ferenczi.
Η
συμμετοχή της στις δραστηριότητες της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Βουδαπέστης
δεν άργισε να έρθει. Έγινε μέλος της το 1919. Ένα χρόνο νωρίτερα, κατά τη
διάρκεια του 5ου Διεθνούς Ψυχαναλυτικού Συνεδρίου, συναντά τον Freud και εντυπωσιάζεται από την ομιλία του, γεγονός που της
επιβεβαιώνει την επιθυμία της ν’ ασχοληθεί εξ ολοκλήρου με την ψυχανάλυση. Τον ιούλιο
του 1919, με την παρακίνηση του Ferenczi,
παρουσιάζει την πρώτη της μελέτη για μια περίπτωση ανάλυσης ενός πεντάχρονου
παιδιού (ο μικρότερος γιος της, Έριχ).
Το 1921, η Klein εγκαταστάθηκε
στο Βερολίνο, όπου ήρθε σε επαφή με τον Abraham, από τον οποίο επηρεάστηκε βαθύτατα. Ένα χρόνο
αργότερα έγινε μέλος της Γερμανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, ενώ το 1922 στο 7ο
Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο όπου και συμμετείχε, πήρε μέρος στις πρώτες
διαμάχες σχετικά με τη γυναικεία σεξουαλικότητα, μετά από την πρώτη αμφισβήτηση
των φροϋδικών θεωριών από την Karen
Horney.
Το
1924 ξεκίνησε μια δεύτερη ανάλυση με τον Karl Abraham.
Τον Απρίλιο του 1924 στο 8ο Διεθνές Ψυχαναλυτικό Συνέδριο παρουσίασε
μια εισήγηση σχετικά με την ψυχανάλυση των παιδιών, θέτοντας υπό αμφισβήτηση
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Η μάχη συνεχίστηκε στις
17 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με την Anna Freud, εξαιτίας μιας εισήγησης της Klein για την ψυχαναλύση των παιδιών (τι πρέπει να είναι η ψυχανάλυση των παιδιών).
Η Melanie Klein πίστευε
πως η ψυχανάλυση των παιδιών πρέπει να είναι χώρος ψυχαναλυτικής διερεύνησης της
ψυχικής έρευνας που ξεκινά από τη γέννηση, ενώ η Anna Freud υποστήριζε πως
πρέπει να είναι μια νέα και βελτιωμένη μορφή παιδαγωγικής Σε όλη της την πορεία
είχε στο πλευρό της τόσο τον αναλυτή της Karl Abraham
όσο και τον Ernest Jones, ο οποίος προσπάθησε να πείσει τον Freud για
τις διαφορετικές ιδέες της.
Τον
Ιούλιο του 1925, έδωσε κάποιες διαλέξεις στο Λονδίνο με την υποστήριξη του Ernest
Jones. Γοητεύτηκε από την εμπειρία, οπότε, μετά και από τον θάνατο του Abraham
το Δεκέμβριο του 1925, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Εκεί η Klein πειραματίστηκε με διάφορες θεωρίες και ανέλαβε πολλές
περιπτώσεις παιδιών. Σημαντική στιγμή αποτελεί το απόγειο της διαμάχης της με
την κόρη του Freud, Anna, κατά το 10ο Διεθνές Ψυχαναλυτικό
Συνέδριο. Εκεί η Klein παρουσίασε μια
εισήγηση με τίτλο «Πρώιμα στάδια της οιδιπόδειας σύγκρουσης», στην οποία
υπογράμμιζε άμεσα τις διαφωνίες της με τον Freud σε
σχέση με την χρονολόγηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος, ως προς τα συστατικά
στοιχεία και την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη.
Τον
Οκτώβριο του 1927, η Klein, με την
εμπιστοσύνη του Jones, εκλέχθηκε στη Βρετανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία. Παρόλα
αυτά, τον Ιούλιο του 1942 η ένταση στην Βρετανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία έφτασε
σε κρίσιμο σημείο. Μετά από τις έντονες διαμάχες και των επόμενων χρόνων, η Klein
παρουσίασε μια εισήγηση με τίτλο «Μια μελέτη για τον φθόνο και την ευγνωμοσύνη»,
όπου ανέπτυσσε την έννοια του φθόνου σαν μια επέκταση της ορμής του θανάτου.
Η
Melanie Klein πέθανε από καρκίνο του εντέρου στο Λονδίνο στις 22 Σεπτεμβρίου
του 1960.
Η
Melanie Klein ήταν η πρώτη που επισήμανε τη σημασία των πρώιμων σχέσεων του
βρέφους. Κατά τους πρώτους μήνες ζωής, το βρέφος έχει συγκεχυμένη αντίληψη του
εαυτού του και του εξωτερικού κόσμου. Δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη μητέρα
ως μια ξεχωριστή οντότητα. Το σημαντικότερο αντικείμενο για το βρέφος στο
στάδιο αυτό είναι το μητρικό στήθος. Η βασική δυσκολία της περιόδου είναι η
εγγενής αμφιθυμία του προς το στήθος, το οποίο αντιλαμβάνεται άλλοτε ως «καλό»
(ως πηγή τροφής και ικανοποίησης των αναγκών του) και άλλοτε ως «κακό» (ως πηγή
ματαίωσης ή αποστέρησης). Στη φάση αυτή το στήθος ουσιαστικά ταυτίζεται με τη
μητέρα (μερικό αντικείμενο).
Η παρανοειδής - σχιζοειδής θέση του βρέφους
Κατά
τη φυσιολογική ανάπτυξη, οι πρώτοι μήνες της ζωής χαρακτηρίζονται από φόβο και καχυποψία
προς το μητρικό στήθος. Οι κυριότεροι μηχανισμοί άμυνας είναι η σχάση μεταξύ
του «καλού» και του «κακού» αντικειμένου (στήθους) και η προβολή θυμού και επιθετικότητας
του βρέφους πάνω σε αυτό. Η Klein ονόμασε τη φάση αυτή, που διακρίνεται από την
παντελή έλλειψη της ικανότητας να ανάγονται οι πολωμένες όψεις ενός
αντικειμένουωσε μια συνθετική εικόνα, παρανοειδή - σχιζοειδή θέση.
Γύρω
στον τέταρτο με πέμπτο μήνα της ζωής, η ανάπτυξη των γνωστικών λειτουργιών
επιτρέπει στο βρέφος να αρχίσει να αντιλαμβάνεται τη μητέρα ως ενιαίο
αντικείμενο. Αυτό επιφέρει την επώδυνη ανακάλυψη ότι το «καλό» και το «κακό»
στήθος, προς τα οποία κατευθύνονται έντονα συναισθήματα αγάπης και μίσους
αντιστοίχως, αποτελούν στην πραγματικότητα ένα αντικείμενο.
Η
Klein υποστηρίζει πως, μέχρι το βρέφος να νιώσει σιγουριά ότι το αγαπούν παρά
το θυμό και την επιθετικότητά του, ερμηνεύει οποιαδήποτε ματαίωση και κάθε
απομάκρυνση της μητέρας ως μια απώλεια που έχει προκληθεί εξαιτίας των δικών
του καταστροφικών φαντασιώσεων. Αυτό εγείρει συναισθήματα θλίψης και ενοχής.
Η καταθλιπτική θέση του βρέφους
Η
Klein θεωρεί ότι όλα τα βρέφη έχουν αυτή την επαναλαμβανόμενη εμπειρία της
θλίψης για το αγαπημένο αντικείμενο, του φόβου πως θα το χάσουν οριστικά και
της επιθυμίας να το ξανακερδίσουν. Η φάση αυτή ονομάστηκε από την Klein
καταθλιπτική θέση. Το κύριο χαρακτηριστικό της καταθλιπτικής θέσης είναι ότι το
διωκτικό άγχος που βίωνε το βρέφος κατά την παρανοειδή-σχιζοειδή φάση δίνει τη
θέση του στο άγχος πως το αγαπημένο αντικείμενο θα καταστραφεί από την
επιθετικότητά του.
Η
αγάπη δηλαδή που νιώθει το βρέφος για τη μητέρα, την οποία αντιλαμβάνεται πλέον
ως ενιαίο αντικείμενο και όχι απλώς ως («καλό ή κακό») στήθος, συνοδεύεται από
ενοχή καθώς και από θλίψη και φόβο ενδεχόμενης απώλειας. Η καταθλιπτική θέση θα
ξεπεραστεί όταν το βρέφος νιώσει βεβαιότητα για την αγάπη της μητέρας και όταν
καταφέρει να αποδεχθεί τις καταστροφικές του φαντασιώσεις, έτσι ώστε η θλίψη
και ενοχή να προκαλέσουν παραστάσεις/φαντασιώσεις επανόρθωσης.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η θεωρία της Klein για την Ψυχική διαταραχή αποδίδει μεγάλη βαρύτητα όχι τόσο στο πραγματικό περιβάλλον του παιδιού όσο στα ψυχικά βιώματα της βρεφικής ηλικίας, κατά τη διάρκεια της οποίας, κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι ασυνείδητες επιθυμίες και φαντασιώσεις. Τα άτομα εκείνα που δεν κατάφεραν να επεξεργαστούν ικανοποιητικά την καταθλιπτική θέση κατά τη βρεφική τους ηλικία δεν θα καταφέρουν ποτέ να αποκτήσουν μια σταθερή εσωτερική αναπαράσταση ενός «καλού» αντικειμένου. Τέτοια άτομα είναι πιθανό να νιώθουν πάντα πως οι άλλοι δεν τους αγαπούν αρκετά, και η Klein θεωρεί ότι θα έχουν πάντα μια τάση να επιστρέφουν στην καταθλιπτική θέση, με τα συναισθήματα απώλειας, θλίψης, ενοχής, άγχους και χαμηλής αυτοεκτίμησης που αυτή συνεπάγεται. Θα είναι δηλαδή πιο ευάλωτα στην κατάθλιψη και σε άλλα ψυχολογικά προβλήματα.
Βιβλιογραφία
Ποταμιάνος, Γ. (2002). Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα.
Klein, M. (2009). Φθόνος και ευγνωμοσύνη και άλλα κείμενα. Μεταίχμιο, Αθήνα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου